- φρανκλίνια
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια τεΐδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. franklinia από το όν. τού Αμερικανού πολιτικού, επιστήμονα και φιλοσόφου Benjamin Franklin].
Dictionary of Greek. 2013.